- μυρσινάτος
- μυρσινάτος, -ον (Α) [μύρσινος]1. αυτός που περιέχει μυρσίνη ή που είναι φτειαγμένος από μυρσίνη2. φρ. α) «μυρσινᾱτον ἔλαιον» — έλαιο αρωματισμένο με χυμό μυρσίνηςβ) «μυρσινάτος οἶνος» — μυρσινίτης, κατασκευασμένος από μυρσίνη3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρσινᾱτονονομασία είδους εμπλάστρου.
Dictionary of Greek. 2013.